- κοκό
- (I)το(στη γλώσσα τών νηπίων) κάθε φαγώσιμο και κυρίως το αβγό.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας].————————(II)το, και κόκος, οβλ. κόκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκό — το άκλ., λέξη των νηπίων που σημαίνει κάθε φαγώσιμο και μάλιστα γλυκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκόλιπος — το χημ. λιπαρά ύλη που λαμβάνεται με συμπίεση τής σάρκας τού πυρήνα τών καρπών τού κοκοφοίνικα και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, και ύστερα από εξευγενισμό της, στη βιομηχανία τροφίμων, αλλ. λίπος τού κόκο ή βούτυρο τού κόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. κόκο +… … Dictionary of Greek
προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
κοκοκάρυο — το βοτ. ο καρπός τού κοκοφοίνικα, κν. ινδική καρύδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. noix de coco. Η λ. είναι νόθο σύνθ. διότι το α συνθετικό της είναι ξεν. προελεύσεως (βλ. κόκο) ενώ το β συνθετικό είναι απόδοση (noix «κάρυο,… … Dictionary of Greek
κοκοφοίνικας — Βλ. λ. κοκκοφοίνικας. * * * ο βοτ. κοινή ονομασία τού δέντρου Cocos nucifera, που ανήκει την οικογένεια φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coconut palm. Η λ. είναι νόθο σύνθ. το οποίο ως προς το α συνθετικό είναι… … Dictionary of Greek
μαμ — και μαμά και μαμμά, το 1. (στη βρεφική γλώσσα) η τροφή, το φαγητό, και ιδίως το ψωμί 2. φρ. «μαμ και νάνι» λέγεται για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ικανοποίηση τών αναγκών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής παιδικής γλώσσας (πρβλ. κοκό,… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… … Dictionary of Greek